γρυλίζω

γρυλίζω
1. βγάζω γρυλισμό (για τους χοίρους και κατ’ επέκταση και για άλλα ζώα).
2. μτφ., μουρμουρίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρυλίζω — γρυλίζω, γρύλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γρυλίζω — γρυλισμός κ.λπ. βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • γρυλλίζει — γρυλίζω grunt pres ind mp 2nd sg γρυλίζω grunt pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλίζοντα — γρυλίζω grunt pres part act neut nom/voc/acc pl γρυλίζω grunt pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλίζουσι — γρυλίζω grunt pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γρυλίζω grunt pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλίζειν — γρυλίζω grunt pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλίζοντες — γρυλίζω grunt pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρυλλίζων — γρυλίζω grunt pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • γρυλλίζω — και γρυλίζω (AM γρυλίζω και γρυλλίζω) 1. (για χοίρους) βγάζω γρυλλισμό 2. (για πρόσωπα) σκούζω, γογγύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρύλλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”